Manolis Baboussis’s photographic series Athens, 1985-1996 offers a profound exploration of the city’s urban landscape during a transformative period. Captured through black-and-white analogue photography, Baboussis documents the wear and tear, constant mending, and perceived ‘sloppiness’ of Athens, juxtaposed with its unique charm resulting from non-intervention. This body of work critically examines the indifference, abandonment, and absurdity of human activity within the urban environment.
In 1996, Baboussis sought funding from the Ministry of Culture for his book Athens. However, officials viewed the project with apprehension, considering it defamatory, as it contradicted the prevailing political correctness that favored a Europeanized aesthetic and rationalization of the city. At a time when Athenian reality was often ignored in films, advertisements, and publications, Baboussis presented a city that its own inhabitants were rediscovering as if they were visitors. This perspective challenged conventional narratives and highlighted the city’s authentic, albeit neglected, character.
Reflecting on his work, Baboussis observed residents gazing at their own city, standing silently, bearing their own weight. Like immovable monuments, they served as critical spectators of their existence within a living museum characterized by irrational construction, destruction, deferred maintenance, abandonment, decay, absurdity, and indifference. He captured images of rooftops, pavilions, decaying trees, skeletal buildings, concrete structures, factories, and a now-demolished chimney in Piraeus—traces of destruction amidst ongoing urban life.
Curator Barbara Polla notes that Baboussis has consistently been a photographer of space and action, utilizing photography as a tool to document activities and convey presence—or the concept of presence—through depictions of empty spaces. His ambition to conceptualize the void invites spectators to engage thoughtfully with the absence and presence within urban settings. In his Athens series, the sparse human figures resemble statues or judges, embodying gravity and introspection.
hese images not only demonstrate exceptional technical mastery of light but also offer an unflinching political analysis of the city’s deterioration, addressing what critic Apostolis Artinos describes as “the autistic stagnation of the Greek authorities and institutions regarding the evolution of the city.” This harmonious blend of form and symbolic content is emblematic of Baboussis’s work, allowing viewers to appreciate both the aesthetic beauty and the compelling message conveyed through his lens.
Through Athens, 1985-1996, Baboussis provides a candid portrayal of a city in flux, prompting reflection on urban decay, societal neglect, and the resilience of both the environment and its inhabitants.
Όταν η Αθήνα υπέβαλε την υποψηφιότητά της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 – είχα ζητήσει από το Υπουργείο Πολιτισμού να χρηματοδοτήσει το βιβλίο μου “Αθήνα” – κοίταξαν τη μακέτα με τρόμο και θεώρησαν το βιβλίο ως συκοφαντική δυσφήμιση! Ήταν ένα έργο που έδειχνε τη φθορά, τις συνεχείς επιδιορθώσεις και την “προχειρότητα” αυτής της πόλης, αλλά και την απαράμιλλη γοητεία της μη επέμβασης. Δεν επρόκειτο για μια ρομαντική αντίληψη, που άφηνε το δομημένο περιβάλλον να φθείρεται σαν ζωντανός οργανισμός ή που το διατηρούσε πάση θυσία. Οι φωτογραφίες του βιβλίου απεικονίζουν την αδιαφορία, την εγκατάλειψη, τον παραλογισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας
Μια προσέγγιση που ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική ορθότητα της εποχής, η οποία υιοθετούσε μόνο ό,τι έμοιαζε με την αισθητική και τον εξορθολογισμό μιας ευρωπαϊκής πόλης. Στις περισσότερες ταινίες, διαφημίσεις και δημοσιεύσεις της εποχής, η αθηναϊκή πραγματικότητα φαινομενικά αγνοούνταν. Έδειξα μια πόλη που οι ίδιοι οι κάτοικοι ανακάλυπταν σαν να ήταν επισκέπτες. Αργότερα, κάποιοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για αυτή την ελκυστική Σαντορίνη του μέλλοντος, αλλά περισσότερο ως πεδίο πιθανών αλλαγών, ως παράδειγμα προς αποφυγή και πολύ αργότερα ως πεδίο καλλιτεχνικών πειραματισμών.
Μανώλης Μπαμπούσης , Point , contemporaine ,2018
«Το 1996, στο βιβλίο μου “Αθήνα”, παρατηρώ τους κατοίκους να ατενίζουν ως επισκέπτες τη δική τους πόλη, να στέκονται σιωπηλοί, στο δικό τους βάρος. Σαν ακίνητα μνημεία, παρατηρούν ως κριτικοί θεατές, την ύπαρξη τους, και το ζωντανό μουσείο, της παράλογης δόμησης, της καταστροφής, της αναβολής του μπαλώματος, της εγκατάλειψης, της φθοράς, του παράλογου και της αδιαφορίας. Της απαίτησης του θύτη να τον θαυμάζει το θύμα.
Είδα μια ταράτσα, ένα περίπτερο, ένα καρατομημένο δένδρο, ένα σκελετό κτηρίου, το μπετόν, τα εργοστάσια και ένα φουγάρο στην Πειραιώς που δεν υπάρχει πια, ίχνη καταστροφής. Δίπλα εκεί στη Σχολή, συνεχίζουν να εκπαιδεύουν την άνοιξη με κλειστά παράθυρα…»
Mανώλης Μπαμπούσης
Ο Μανώλης Μπαμπούσης, από τα πρώτα του βήματα υπήρξε φωτογράφος του χώρου και της δράσης. Προτιμά μια φωτογραφία που μεταδίδει την παρουσία – ή τη σκέψη της παρουσίας – μέσω της παρουσίασης κενών χώρων, αλλα και μία φωτογραφία αντιληπτής ως εργαλείο για την καταγραφή οποιουδήποτε είδους δράσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι λίγοι άνθρωποι στις φωτογραφίες του στέκονται γενικά στον χώρο ως αγάλματα ή ως δικαστές.
Παρατηρούν . Μπορεί κανείς σχεδόν να τους ακούσει να σκέφτονται μέσα στη σιωπή, όπως στη μεγάλη σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών με τίτλο Αθήνα (1985-1996). Αυτές οι αναλογικές φωτογραφίες της Αθήνας αντανακλούν τόσο μια εξαιρετική τεχνική εργασία πάνω στο φως όσο και μια ανελέητη πολιτική ανάλυση της εγκατάλειψης της πόλης – αυτού που ο κριτικός Αποστόλης Αρτινός αποκαλεί “αυτιστική στασιμότητα των ελληνικών αρχών και θεσμών σε σχέση με την εξέλιξη της πόλης”. Και πάλι, αυτό το τέλειο πάντρεμα μεταξύ φόρμας και συμβολικού περιεχομένου είναι χαρακτηριστικό του έργου του Μπαμπούση, όπου το ένα εξαφανίζεται υπέρ του άλλου, ανάλογα με το αν το μάτι εστιάζει στην ομορφιά της μορφής ή στη δύναμη του “μηνύματος”. ‘
Barbara Polla από τον κατάλογο της έκθεσης « Ο κήπος »
Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Αθήνας της δεκαετίας 1985-1995, παρουσιάζεται μια Αθήνα που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών. Ένα πρώτο μεγάλο κύμα μεταναστών φτάνει στην πόλη, καινούρια μεγάλα έργα αλλάζουν την όψη της και την κρατούν σε αναταραχή πολύ καιρό πριν επανακαθορίσουν τη δομή της. Αυτήτην Αθήνα την αντιμετωπίζει σαν μνημείο του εαυτού της και τους κατοίκους τηςσαν κριτικούς θεατές αυτού του εν κινήσει μουσείου. Στις φωτογραφίες δεναποτυπώνεται κανένα χαρακτηριστικό ιστορικό σημείο της πόλης, τίποτα που θα μπορούσε να αναδείξει την ταυτότητά της με την πρώτη ματιά. Όλα αυτά τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κλασική απεικόνιση της πόλης έχουν αποκλειστεί από τον φακό του και έχουν αντικατασταθεί με εμβληματικές εικόνες από τα πιοσυνηθισμένα σημεία και γειτονιές, από τις ταράτσες της οδού Αθηνάς μέχρι τοΓαλάτσι, τον Κεραμεικό, την οδό Αιόλου και τη Λεωφόρο Καβάλας.
Οι πρωταγωνιστές των φωτογραφιών –όπου εμφανίζονται– παρουσιάζονται σεπαύση, σαν να έχουν διακόψει οποιαδήποτε δραστηριότητα για την πόζα ή σαν να ασχολούνται μόνο με την προσεκτική παρατήρηση του γύρω κόσμου, σαν να υιοθετούν μια ακινησία για να επιτηρήσουν τη γύρω κίνηση. Τα υποκείμενα στιςεικόνες αυτές δεν φαίνονται να συμμετέχουν σε κανένα σύστημα, η καταγραφή τουοποίου θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιου είδους ηθογραφία. Μοιάζουν να βρίσκουν τη θέση τους και να στέκονται όρθια από το βάρος της δικής τουςπαρουσίας στο κέντρο μιας πόλης και μιας κοινωνίας από την οποία πιθανότατα τοποθετούνται στο περιθώριο. Κομβικό σημείο αποτελεί η αντιπαράθεση ενάντια στον καθωσπρεπισμό της εποχής, η ανάδειξη της κατάθλιψης και της μελαγχολίας, των διαρκών τραυματισμών που διαρκούν έως σήμερα. Κι όμως, παρόλα αυτά, η Αθήνα συνεχίζει να ασκεί μια γοητεία…
Μ///////////