Jannis Kounellis through the lens of Manolis Baboussis, 1994-2016
© Manolis Baboussis/ADAGP Simultaneous photo projections in two screens.
All photos © Manolis Baboussis/ADAGP.
Any unauthorized copying, editing, exhibition, lending, public performance, diffusion and/or broadcast of this video or any part thereof, is strictly prohibited.
Από συνέντευξη του Μανώλη Μπαμπούση, στην κ Ελέανα Στόικου, Απρίλιος 2024
Ε. Σ : Ποια ήταν η προσωπική σας σχέση και o τρόπος συνεργασίας σας με τον Κουνέλλη; Ποιος ήταν ο τρόπος παραγωγής του έργου, των εγκαταστάσεων του?
Έχω παρατηρήσει ότι έχετε απεικονίσει πορτρέτα του Κουνέλλη, φωτογραφίες που αναδεικνύουν το έργο του, τον καλλιτέχνη εν δράσει επί το έργο του. Ποιο ήταν το δικό σας περιθώριο δράσης;
Μ.Μ : Η σχέση μας ξεκίνησε στον Πειραιά το 1994, όταν φωτογράφησα για τον κατάλογο, της έκθεσης του στο πλοίο Ιόνιον/Πειραιάς. Επιλέχθηκα από τον ‘ίδιο τον Κουνέλλη βάση ενός ντοσιέ, που κατέθεσα στο ίδρυμα Κωστοπούλου διοργανωτή της έκθεσης με τις φωτογραφίες από τις δράσεις μου το 1973, στους χώρους των ιταλικών ψυχιατρείων στην Volterra και την Imola.
Υπήρξε η συνάντηση μου με τον – πρωταγωνιστή της σύγχρονης τέχνης.
Η σχέση μας θα έλεγα, βασιζόταν σε μια γενικότερη καλλιτεχνική αισθητική και πολιτική θεώρηση, στην κοινή μας έλξη για την ποίηση του χώρου, η οποία με τον χρόνο πλούτιζε με νέες εμπειρίες, στη δημιουργική του διαδρομή ανά τον κόσμο. Είμαστε δυο καλλιτέχνες, με βιώματα στην Ελλάδα και την Ιταλία. Σύντομα η συνεργασία μας εξελίχθηκε σε μια πολύχρονη σταθερή φιλία
Τον Γιάννη Κουνέλλη τον φωτογράφιζαν πολλοί , του άρεσε . Παρατηρούσα και φωτογράφιζα το έργο και τον καλλιτέχνη στον χώρο, που παρατηρούσε τα έργα του, αν μ’ έβλεπε, αποφάσιζε ή όχι την πόζα, ή την υποδείκνυα εγώ. Ενίοτε του πρότεινα να ξαπλώσει για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά από ένα έργο, να μπει μέσα σ’ ένα έργο, να φωτογραφηθεί ο ίδιος ως έργο, και αν έκανε ο ίδιος μια δράση , επέλεγα τη στιγμή, τη γωνία, το κάδρο , το φόντο το φως και τον φωτογράφιζα.
Οι φωτογραφίες του back stage αφορoύσαν ακριβείς χειρονομίες στιγμές δημιουργίας, αποτύπωναν την κίνηση πριν την ακινησία των έργων.
Αναφέρονται σε παράπλευρες ιστορίες και ατμόσφαιρες της εποχής. Απεικονίζουν την προσμονή, την αναμονή, την ενέργεια, την ένταση της δημιουργίας, την συλλογική προσπάθεια, την κούραση. Αφηγούνται τις διαδοχικές φάσεις του στησίματος. Aντανακλούν τον χώρο της έκθεσης ως πρόσκαιρο καταφύγιο, ως μόνιμή κατοικία και ανοιχτό εργαστήριο, του Κουνέλλη, αντανακλούν την προσωπικότητα του καλλιτέχνη
Η δημιουργική διαδικασία κάθε καλλιτέχνη είναι διαφορετική. Τα ερεθίσματα του προέρχονται από βιώματα, την ιστορία, τη μνήμη, την επικαιρότητα, από προηγούμενα έργα, στον Κουνέλλη αφορούν τον άνθρωπο την απώλεια το δράμα, προέρχονται όμως και από μια βόλτα στην πόλη, από ένα ανάγνωσμα, μία εικόνα που μπορεί να δανείσει σ΄ ένα έργο μια μορφή. Νομίζω ότι η εικόνα για τον Κουνέλλη παρέμενε σημαντική.
Είχε μια ιδιαίτερή ικανότητα και ευκολία να βλέπει, σ ένα δευτερόλεπτο, να συλλαμβάνει ιδέες, να εντοπίζει την ολότητα, τη δομή, το σύνολο και τη λεπτομέρεια. Έπαιρνε από οπουδήποτε τα αντικείμενα, τα θραύσματα, τα σύμβολα που έλειπαν για να ολοκληρωθεί το έργο του. Επεδίωκε την ενότητα. Το καθοριστικό ήταν ο ανατρεπτικός και ευρηματικός τρόπος που τα ενσωμάτωνε όλα στη γλώσσα, που ο ίδιος είχε επινοήσει για να εκφράσει την οδύνη και απώλεια της ανθρώπινης συνθήκης, δωρικά στεγνά με ευαισθησία, εσωτερικότητα, ευλαβικότατα και συγκίνηση .
Συνήθως όταν πρώτο επισκεπτόταν έναν χώρο, πριν την έκθεση, είχε ήδη κάπου αλλού μία, ή περισσότερες εκθέσεις και ταυτόχρονα εξέλισσε στο εργαστήριο του, – έναν κύκλο νέων έργων.
Αν ο χώρος ήταν πρόσφορος εκεί θα ανέπτυσσε τους τρέχοντες προβληματισμούς του, ή θα εμπνεόταν από τον νέο χώρο για ένα εντελώς νέο έργο. Στην πορεία επέλεγε, ποια από τα παλαιοτέρα ή πρόσφατα έργα θα έφερνε σε διάλογο στο νέο τους χώρο. Συχνά εξηγούσε με προκαταρκτικά σκίτσα και αργότερα σχεδίαζε τις ιδέες του.
Κάθε φορά υπήρχαν διαφορετικά κριτήρια και συνθήκες, χώρου, χρόνου, οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη από Μουσεία, γκαλερί και συλλέκτες, ιδιαιτέρα όταν επρόκειτο για τεράστιες παραγωγές. Μπορώ να πω ότι μπορούσε να λειτουργήσει με εφευρετικότητα και με ελάχιστα μέσα, είτε για μια μεγάλη έκθεση ή για την σκηνή μιας όπερας.
Όταν έφτανε πριν τα εγκαίνια για το στήσιμο της έκθεσης, ξυπνούσε πολύ νωρίς, περιπλανιόταν καθημερινά μόνος του για μια, δυο ή περισσότερες ώρες. Παρατηρούσε την πόλη. Με την άφιξη του στον κενό χώρο της έκθεσης άρχιζε η τελετή : πριν στηθεί το πρώτο, το επόμενο έργο, βημάτιζε αδιάκοπα, διέσχιζε πάνω – κάτω την αίθουσα στην απόλυτη σιωπή, χανόταν στις σκέψεις του.
Τοποθετούσε τα έργα του στους χώρους της έκθεσης με εργαλεία του τον ίδιο τον χώρο, ως επιφάνεια και όγκο, ως περίμετρο και ύψος, ως ανοίγματα και εσοχές, ως άξονες και προοπτική, ως σκηνή θέατρου με πρωταγωνιστές τα έργα, προσεκτικός στο χιλιοστό στις αναλογίες, το μέτρο, την κλίμακα τη γεωμετρία, την κάθετο την αιώρηση την ευθεία, τον κύκλο, τη διαγώνια το δάπεδο το βάρος κάθε αντικειμένου.
Τον ενδιέφερε η αραίωση το κενό και η πύκνωση, η διαδοχή, ο ρυθμός του χώρου και των έργων. Προτιμούσε τον φυσικό φωτισμό.
Άπλωνε αποφασιστικά με την μία, την ζωγραφική του χειρονομία στις τρεις διαστάσεις, αλλά και στον χρόνο, την ιστορία.
Ήταν ένας από τους τελευταίους κλασσικούς, ρομαντικούς, μοντέρνους και ταυτόχρονα σύγχρονος και ανατρεπτικός καλλιτέχνης του 20ου αιώνα, που η γνώση και ο σεβασμός στην παράδοση του επέτρεπαν να ανακαλύπτει τις μορφές του μέλλοντος. Έβλεπα, άκουγα σε άμεση μετάδοση την ιστορία της τέχνης.
Υποδείκνυε που και πως θα τοποθετούν τα έργα του στον χώρο και εν συνεχεία δεν τα μετακινούσε, σχεδόν ποτέ, ούτε ένα εκατοστό.
Στη διάρκεια του στησίματος, απαιτούσε ένα τσουβάλι να ήταν γεμάτο κάρβουνο, ολόκληρο κι όχι να φαίνεται γεμάτο, τρία πραγματικά τρένα που έφερε στο εργοστάσιο των αρμάτων μάχης Leopard, στο Ντίσελντορφ, έπρεπε να έχουν 15 βαγόνια το καθένα όχι τρία, το φως στους προβολείς τους να τυφλώνει τους θεατές όπως όταν τρέχει με 200 χιλιόμετρα κ.οκ Δεν τον ενδιέφερε η αναπαράσταση αλλά η πραγματικότητα της παρουσίασης, η αλήθεια της.
Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο Κουνέλλης ήταν ο ίδιος ο επιμελητής των εκθέσεων του, μια ιδιότητα την οποία όποιος την έφερε στις εκθέσεις του, δεν αφορούσε ούτε το σκεπτικό ούτε την επιλογή ούτε το στήσιμο των έργων του, αφορούσε μόνο το κείμενο του καταλόγου.
Είναι γεγονός ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η φωτογραφία των έργων του, είχε πλήρη συνείδηση ότι αυτή θα έμενε στην ιστορία να δείξει την δουλειά του. Εμπιστευόταν μόνο τις τυπωμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όχι την οθόνη του υπολογιστή, προτιμούσε να πιάνει τις φωτογραφίες στα χέρια του, δεν νομίζω να έπιασε ποτέ του μια φωτογραφική μηχανή.
Στον χώρο των εκθέσεων η στενή ομάδα της δομής Κουνέλλη ήταν η Γαλλίδα σύντροφος του Μichelle Coudray, κοντά στον κόσμο της Αrte Povera από την απαρχή της. Ήταν η ψυχή η καρδιά της δομής Κουνέλλη. Έκανε όλη την οργάνωση, τις δημόσιες σχέσεις, τις επαφές με τα Μουσεία τους Γκαλερίστες τους επιμελητές, τον τύπο, τις εκδόσεις και την οικονομική διαχείριση. Ήταν σε συνεχή επικοινωνία με την γραμματέα του στην Ρώμη την Elisabetta Campolongo. Ο βοηθός του Damiano Urbani, ιστορικός τέχνης ήταν ο κεντρικός πυλώνας, της κατασκευής και του στησίματος των έργων στον χώρο, Από την στιγμή που ξεκινούσε το στήσιμο μέχρι την ημέρα των εγκαινίων ήμουν ένας προνομιακός, «αόρατος», θεατής στο πρώτο κάθισμα, άνοιγα την πόρτα, έμπαινα μέσα στα έργα, επέλεγα για κάθε έργο το ένα και μοναδικό σημείο θέασης του στον χώρο, επέλεγα το κάδρο, την οπτική ερμηνεία των έργων, από ποιο ύψος, θα αναδείκνυα καλύτερα τον χαρακτήρα, την ύλη την φωνή τους, τον διάλογο του ενός με τα υπόλοιπα, του καθένα με τον χώρο, τι θα συμπεριλάμβανα ή όχι στο κάδρο, πως θα αποτύπωνα χωρίς περιττά εφέ, αντικειμενικά, στιβαρά, μετωπικά, εξ ίσου δωρικά – το βάρος την ισορροπία την ουσία, την πραγματικότητα τους, τη συνολική ιδέα του κάθε έργου χωριστά και της έκθεσης στο σύνολο της.
Ήταν ένα στοίχημα και όπως έλεγε ο Umberto Eco, για τον Ugo Mulas και τη φωτογραφία έργων τέχνης, «είναι μια δύναμη σαν τον διευθυντή της ορχήστρας που μετατρέπει την πιστή ανάγνωση της παρτιτούρας σε μια ανεπανάληπτη και υποδειγματική προσωπική δημιουργία».
Κάθε επιλογή γεννάει και μια διαφορετική εικόνα, όλοι φωτογραφίζουμε το ίδιο μνημείο, πρόσωπο, τοπίο και μετά βλέπουμε ένα άλλο τοπίο, πρόσωπο, μνημείο.
Όταν γύριζα στο εργαστήριο μου διάλεγα τα κάδρα, ποιες λήψεις θα τύπωνα. εβλεπα, μέσα στο κάδρο της φωτογραφικής εικόνας , τα σχήματα, τις επιφάνειες, τους όγκους την ύλη το φως, το σκοτάδι, – αυξομείωνα το φως, τους τόνους του γκρι, του μαύρου, στον νέο τους χώρο, τον χώρο του φωτογραφικού χαρτιού, όπου έβλεπα τις νέες ασπρόμαυρες εικόνες της αρχικής χειρονομίας.
«Γνωρίζω τον Μανώλη Μπαμπούση από το 1994, όταν φωτογράφησε την έκθεση μου στο πλοίο Ιόνιον στον Πειραιά.Από τότε εκτίμησα ιδιαίτερα την συνθετική του ικανότητα να κατανοεί με τα φωτογραφικά μέσα και να αναπαριστά με ακρίβεια το έργο μου στο χώρο, προσεγγίζοντας την ουσία του με άρτια τεχνική και δημιουργικότητα. Σ ΄αυτά τα χρόνια συνεχούς και απρόσκοπτης συνεργασίας μας, είχα την ευκαιρία να σχηματίσω μια ιδέα του Μανώλη Μπαμπούση:του Αρχιτέκτονα που γνωρίζει την ιδέα του χώρου, του ανθρώπου και διανοούμενου. Οι εικόνες του γεννιούνται με μια καθαρή ποιητική κατεύθυνση, έχουν τους προβληματισμούς μιας νέας ζωγραφικής και ένα μεταφυσικό χαρακτήρα. Θεωρώ ότι το συνολικό του έργο, η διεθνής του εμπειρία, οι ικανότητες και οι ευρείες γνώσεις του Μπαμπούση, τον ξεχωρίζουν σαν έναν άριστο καλλιτέχνη.»
Γιάννης Κουνέλλης, Ρώμη, 2012
Da un’intervista di Manolis Baboussis a Eleana Stoikou, aprile 2024
Ε.S : Qual è stato il suo rapporto personale e la sua collaborazione con Kounellis? Qual è stato il modo in cui ha realizzato le sue opere e installazioni ?
Ho notato che lei ha realizzato ritratti di Kunellis, fotografie che evidenziano il suo lavoro, l’artista in azione sul suo lavoro. Qual è stato il suo margine d’azione
Μ.Β Il nostro rapporto è iniziato al Pireo nel 1994, quando ho fotografato per il catalogo della sua mostra sulla nave Ionio a Pireo. Sono stato selezionato dallo stesso Kounellis sulla base di un dossier che ho consegnato alla Fondazione Kostopoulos, organizzatrice della mostra, con le fotografie delle mie azioni del 1973, nei locali degli ospedali psichiatrici italiani di Volterra e Imola.
C’è stato il mio incontro con il protagonista dell’arte contemporanea.
Il nostro rapporto, direi, si basava su una ampia visione artistica estetica e politica , sulla comune attrazione per la poesia dello spazio, che nel tempo si è arricchita di nuove esperienze derivanti dal suo viaggio creativo intorno al mondo. Siamo due artisti, vissuti in Grecia e in Italia.Ben presto la nostra collaborazione si è trasformata in un’amicizia stabile e duratura.
Yannis Kounellis è stato fotografato da molte persone, a lui piaceva. Io osservavo e fotografavo il suo lavoro e l’artista nello spazio, che osservava le sue opere, se mi vedeva, decideva se posare o meno, oppure glielo proponevo io.
A volte gli suggerivo di sdraiarsi per qualche secondo davanti a un’opera, di entrare in un’opera, di fotografarsi come un’opera, e se lui faceva un azione,, sceglievo il momento, l’angolazione, l’inquadratura, il fondo, la luce e lo fotografavo.
Le fotografie del back stage catturavano gesti precisi di momenti di creazione, cogliendo il movimento prima che le opere diventassero immobili. Si riferivano a storie collaterali e ad atmosfere dell’epoca. Raffigurano l’attesa, l’energia, l’intensità della creazione, lo sforzo collettivo, la fatica. Raccontano le fasi successive dell’allestimento. Riflettono lo spazio della mostra come rifugio temporaneo, come residenza permanente e laboratorio aperto di Kοunellis, riflettono la personalità dell’artista.
Il processo creativo di ogni artista è diverso. I suoi impulsi provengono da esperienze, dalla storia, dalla memoria, da eventi attuali, da opere precedenti, in Kunellis riguardano l’uomo, la perdita, il dramma, ma provengono anche da una passeggiata in città, da una lettura, da un’immagine che può dare forma a un’opera. Credo che l’immagine per Kounellis sia rimasta importante.
Aveva una speciale capacità e facilità di vedere, in un frazione di secondo, di catturare le idee, di rilevare la totalità la struttura, l’insieme e il dettaglio. Prendeva da qualsiasi parte gli oggetti, i frammenti, i simboli che mancavano per completare la sua opera. Cercava l’unità. Decisivo fu il modo sovversivo e inventivo con cui incorporò il tutto nel linguaggio che aveva ideato per esprimere la sofferenza e la perdita della condizione umana, il suo dorico secco con sensibilità, interiorità, riverenza ed emozione.
Di solito, quando visitava uno spazio per la prima volta, prima della mostra, aveva già una o più mostre da qualche altra parte e allo stesso tempo stava sviluppando un ciclo di nuovi lavori nel suo studio. Se lo spazio era adatto, sviluppava le sue preoccupazioni attuali o si lasciava ispirare dal nuovo spazio per un progetto completamente nuovo. Lungo il percorso sceglieva quali opere vecchie o recenti far dialogare nel loro nuovo spazio. Spesso spiegava con schizzi preliminari e successivamente abbozzava le sue idee.
Ogni volta c’erano criteri e condizioni diverse, spazio, tempo, sostegno finanziario e logistico da parte di musei, gallerie e collezionisti, soprattutto quando si trattava di grandi produzioni. Posso dire che poteva funzionare con ingegno e con risorse minime, sia per una grande mostra che per il palcoscenico di un’opera.
Quando arrivava prima dell’apertura per allestire la mostra, si svegliava molto presto e ogni giorno vagava da solo per un’ora o più. Osservava la città. Al suo arrivo nello spazio espositivo vuoto, iniziava la cerimonia: prima di allestire la prima, la successiva opera, camminava incessantemente su e giù per la sala in assoluto silenzio, perso nei suoi pensieri.
Collocava le sue opere negli spazi espositivi con gli strumenti dello spazio stesso, come superficie e volume, come perimetro e altezza, come aperture e cavita , come assi e prospettiva, come un palcoscenico teatrale con le opere come protagoniste, attento al millimetro nelle proporzioni, la misura, la scala, la geometria, la verticale, l’oscillazione verticale, la linea retta, il cerchio, la diagonale, il pavimento, il peso di ogni oggetto.
Era interessato alla diluizione e all’ addensamento, al vuoto alla successione, al ritmo dello spazio e delle opere. Prediligeva l’illuminazione naturale. Stendeva con decisione il suo gesto pittorico in tre dimensioni contemporaneamente, ma anche nel tempo, nella storia.
È stato uno degli ultimi artisti classici, romantici, moderni e allo stesso tempo moderni e sovversivi del XX secolo, la cui conoscenza e il cui rispetto della tradizione gli hanno permesso di scoprire le forme del futuro. Stavo guardando, ascoltando in trasmissione diretta la storia dell’arte.
Indicava dove e come collocare le sue opere nello spazio, dopo ne le spostava, nemmeno di un centimetro.
Durante l’allestimento, pretendeva che un sacco fosse pieno di carbone, intero e non sembrasse pieno; tre treni veri che portava alla fabbrica di carri armati Leopard di Düsseldorf dovevano avere 15 vagoni ciascuno, non tre; la luce dei loro fari doveva accecare gli spettatori come quando si corre a 200 chilometri, ecc.
Posso affermare con certezza che Kounellis era lui stesso il curatore delle sue mostre, una qualità che chiunque abbia portato nelle sue esposizioni non riguardava il concetto o la selezione o l’allestimento delle opere, ma solo il testo del catalogo.
È un dato di fatto che egli teneva particolarmente alla fotografia delle sue opere, era pienamente consapevole che sarebbe passata alla storia per mostrare il suo lavoro. Si fidava solo delle fotografie stampate in bianco e nero, non dello schermo del computer, preferiva tenere le fotografie tra le mani, non credo abbia mai preso in mano una macchina fotografica.
Nelle mostre il team della struttura Kounellis era la sua compagna francese Michelle Coudray, vicina al mondo dell’Arte Povera fin dagli inizi. Era il cuore, l’anima della struttura Kounellis. Si occupava di tutta l’organizzazione, delle pubbliche relazioni, dei contatti con musei, galleristi, curatori, stampa, pubblicazioni e gestione finanziaria. Era in costante comunicazione con la sua segretaria a Roma Elisabetta Campolongo. Il suo assistente Damiano Urbani, storico dell’arte, è stato il pilastro centrale della costruzione e dell’allestimento delle opere nello spazio,.
Io dal primo momento dell’allestimento fino al giorno dell’inaugurazione sono stato un privilegiato, un “invisibile”, spettatore nel primo posto, aprivo la porta, entravo nelle opere, sceglievo per ogni opera il solo e unico punto di vista nello spazio, sceglievo l’inquadratura, l’interpretazione visiva delle opere, da quale altezza avrei meglio evidenziato il carattere, la materia, la loro voce, il dialogo di una con le altre, di ognuna con lo spazio, cosa includere o meno nell’inquadratura, come catturare senza effetti inutili, in modo oggettivo, solido, frontale, ugualmente dorico – il peso, l’equilibrio, l’essenza, la loro realtà, l’idea complessiva di ogni opera separatamente e della mostra nel suo insieme.
È stata una scommessa e come diceva Umberto Eco, per Ugo Mulas e la fotografia d’arte, “è una forza come quella del direttore d’orchestra che trasforma una lettura fedele della partitura in una creazione personale irripetibile ed esemplare”.
Ogni selezione genera un’immagine diversa, tutti fotografiamo lo stesso monumento, volto, paesaggio e poi vediamo un altro paesaggio, volto, monumento.
Quando tornavo nel mio laboratorio, sceglievo le inquadrature, poi gli scatti da stampare vedevo, nella cornice dell’immagine fotografica, le forme, le superfici, i volumi, la materia, la luce, l’oscurità, – facevo fluttuare la luce, i toni del grigio e del nero, nel loro nuovo spazio, lo spazio della carta fotografica, dove vedevo le nuove immagini create in bianco e nero del gesto originale.
“…Conosco Manolis Baboussis dal 1994, quando egli ha fotografato la mia mostra al cargo Ionion a Pireo.Da allora ho particolarmente stimato la sua sintetica capacita di comprendere con i mezzi fotografici e di rappresentare il mio lavoro nello spazio approcciando la sua sostanza con perfetta tecnica e creatività.Nei 17 questi anni di nostra continua e senza ostacoli collaborazione, ho avuto occasione di fare un idea di Manolis Baboussis : del architetto che conosce l’ idea dello spazio, del uomo, del intellettuale.
Le sue immagini nascono con una chiara direzione poetica , portino le considerazioni di una nuova pittura e un carattere metafisico. Ritengo che la sua opera totale , la sua esperienza internazionale, le sue capacita e le ampie conoscenze di Baboussis, lo evidenziano come un ottimo artista….”
Jannis Kounellis Roma , 2012,
Group Exhibition view, Works of Jannis Kounellis and Manolis Baboussis, Mirrors of music, Historical Conscience at Kilidromili Sarantopoulou, Piraeus 2002