Χωρίς τίτλο, 2019

Περί λογοκρισίας των έργων τέχνης
Η βία που ασκούν θεσμικοί φορείς όταν λογοκρίνουν έργα καλλιτεχνών είναι σκανδαλώδης και είναι αυτονόητο ότι οι θεσμοί τέχνης πρέπει να καταδικάζουν άμεσα, ολοκληρωτικές πρακτικές εκείνων που αυτοπροβάλλονται ως φύλακες των ιερών και οσίων της «πατρίδας».
Όταν το έργο βγαίνει από το εργαστήριο του καλλιτέχνη, ψάχνοντας το κοινό του, είναι θεωρητικά ελεύθερο από αξιολογήσεις, λογοκρισίες και περιορισμούς, έχει τους δικούς του κανόνες.
Για να έχει όμως την τιμή να εκτίθεται πρέπει να γίνει αποδεκτό το περιεχόμενο, η μορφή και η συμπεριφορά -όχι μόνο του έργου αλλά και του καλλιτέχνη – από τον επιμελητή, τον ιστορικό και κριτικό, τον γκαλερίστα, τον δημοσιογράφο, τον έμπορο, από τα ιδρύματα τέχνης, τον διευθυντή μουσείου, από τον συλλέκτη και από τους άλλους καλλιτέχνες.
Συνοπτικά από ένα σύστημα που περιλαμβάνει άτομα διαφορετικής βαρύτητας και συνεισφοράς στην τέχνη, που εγγράφονται όμως σε αυτό με αυστηρά ιεραρχημένους μηχανισμούς και κανόνες, του παγκόσμιοποιημένου κόσμου της σύγχρονης τέχνης, ενός χρηματιστήριου που ενώ τα τελευταία χρόνια έχει δεκαπλασιάσει τον τζίρο του σε 67.8 δισεκατομμύρια, η μεγάλη πλειοψηφία άξιων καλλιτεχνών δεν μπορούν να ζήσουν από το έργο τους.
Αναλυτικότερα το 63% των πωλήσεων γίνονται σε Ηνωμένες πολιτείες και Μεγάλη Βρετανία το 17% στην Κίνα και το 7% στη Γαλλία. (Αnnual report Art Basel, Ubs).
«Πρόκειται για ένα σύστημα που γνωρίζει την τιμή του κάθε ενός, αλλά την αξία κανενός» (…είναι ο κυνισμός, απαντάει ο Λόρδος Darlington, του Οrson Wells).
“The Price of Everything”, ήταν και ο τίτλος της εικαστικής έκθεσης στο Whitney Museum, 2007.
Όταν το σημαντικό έργο του καλλιτέχνη συστηματικά αγνοείται, όταν δεν προτείνεται, δεν εκτίθεται, μένει απαρατήρητο χωρίς αναφορές, τότε θα μπορούσε ο καλλιτέχνης να νιώσει ότι σκόπιμα υποτιμάται και αποσιωπάται η αξία του για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με το έργο; Μπορεί να νιώσει την απόρριψη ως μια μορφή αόρατης λογοκρισίας;
Διαπιστώνουμε σε κάποιες εκθέσεις, πράγματι, τρανταχτές απουσίες. Έτσι βλέπουμε έργα που έχουν ήδη γίνει από απόντες καλλιτέχνες, πολύ καλύτερα, πριν δέκα και είκοσι χρόνια. Γνωρίζουμε έντυπα που δεν αναφέρoυν καλλιτέχνες με ενεργή εκθεσιακή παρουσία.
Προφανώς είναι άλλη η έννοια της λογοκρισίας που παρεμβαίνει αποκαθηλώνοντας τα έργα, από εκείνη την αθόρυβη που τα αποσιωπά και την επικίνδυνη λογοκρισία που παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης υποταγής σε σκοπιμότητες, μόδες και ορθόδοξες γνώμες.
Η συζήτηση περί αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτήριων αξιολόγησης των έργων, για την αναγκαιότητα ή όχι κανόνων που ρυθμίζουν ακόμη και την ιδία τη γλώσσα και τη δημιουργία, αποτελούσε μέρος της ιστορίας της τέχνης, της αισθητικής, της φιλοσοφίας, εξελίχθηκε, στα διεθνή κέντρα της τέχνης σε αντικείμενο της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά την απόρριψη των καλλιτεχνικών έργων ιδρύθηκε, πρόσφατα, το Μουσείο της απαγορευμένης τέχνης, στη Βαρκελώνη από τον συλλέκτη Τaxto Benet.
Το ψηφιακό “Museum of Refused and Unrealised Art Projects,(MoRE), των Elisabett Modena και Marco Scotti, από το 2015 , συγκεντρώνει απορριφθέντα έργα. Βασίζεται σε μια έκθεση του 2009, του Hans Ulrich Obrist με 107 απραγματοποίητα projects καλλιτεχνών.
Το ψηφιακό Μουσείο ΜοRΕ, επιλέγει άραγε με τη σειρά του, ποια από τα απορριφθέντα ή μη υλοποιημένα έργα, θα εντάξει στη συλλογή του , απορρίπτοντας τα υπόλοιπα ;
Στο «Νεκροταφείο των Ανωνύμων Καλλιτεχνών», (ΝΑΚ, έργο Μ.Μπαμπούση, Ιλεάνα Τούντα, 2014), όλοι ανεξαιρέτως οι καλλιτέχνες, μετά θάνατον, εκθέτουν αιώνια σε μια ανοιχτή μόνιμη ομαδική έκθεση όλα τα έργα τους σε οθόνες πάνω από τον τάφο τους. Βέβαια προυπόθεση υλοποίησης του παραμένει, η παραχώρηση του χώρου ταφής, και του κατάλληλου εξοπλισμού.